- άγουστος
- -η, -ο [γούστο]αυτός που δεν έχει γούστο, χάρη, άκομψος, άχαρος, κακόγουστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άγουστος — η, ο ο χωρίς γούστο, άκομψος: Πολύ άγουστο το ντύσιμό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγουστέλα — η η αυγουστέλα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀγουστάλιον αντί αὐγουστάλιον πρβλ. Άγουστος Αύγουστος] … Dictionary of Greek
αγουστέλι — το το αυγουστέλι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άγουστος*] … Dictionary of Greek
αγουστιά — η [άγουστος] έλλειψη γούστου, αφιλοκαλλία, κακογουστιά … Dictionary of Greek